σύννοια

σύννοια
σύννοια, , ([etym.] σύννοος)
A meditation, συννοίῃ ([dialect] Ion.) ἐχόμενος wrapped in thought, Hdt.1.88;

ἐμοὶ . . ἡ ξ. βουλεύει πάλαι S.Ant.279

;

εἰς σ. αὐτὸς αὑτῷ ἀφικέσθαι Pl.R.571d

, cf. Lg.790b; ἐπὶ συννοίᾳ or

-ας βαδίζειν Luc.Pisc.13

, Sat.11;

ἐπὶ συννοίας γενέσθαι Alciphr.3.67

; μετὰ συννοίας [ποιεῖν τι] Arist.Pr.917b39.
2 anxious thought, anxiety,

συννοίᾳ δάπτομαι κέαρ A.Pr.437

;

πόδ' ἐπὶ συννοίᾳ κυκλεῖς E. Or.632

;

σύννοιαν ὄμμασιν φέρων Id.Heracl.381

, cf. Phld.Ir.p.72 W.
II συννοίᾳ . . οἷον δέδρακεν ἔργον remorse for the deed, E. Andr.805; expld. in Pl.Def.415e, by διάνοια μετὰ λύπης.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συννοίᾳ — συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric aeolic) συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύννοια — meditation fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύννοια — η, ΝΜΑ [σύννους] 1. το να είναι κανείς σύννους, να έχει βυθιστεί σε σκέψεις, βύθιση σε σκέψεις, έγνοια που τήν προκαλεί η ανησυχία 2. βαθιά σκέψη, περίσκεψη νεοελλ. κατήφεια, σκυθρωπότητα αρχ. 1. τύψη συνειδήσεως («συννοίᾳ θ ἅμα οἷον δέδρακεν… …   Dictionary of Greek

  • συννοίας — συννοίᾱς , σύννοια meditation fem acc pl συννοίᾱς , σύννοια meditation fem gen sg (attic doric aeolic) συννοίᾱς , σύννοια meditation fem acc pl (ionic) συννοίᾱς , σύννοια meditation fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυννοίᾳ — συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric aeolic) συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συννοίαι — συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric aeolic) συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύννοια — σύννοια , σύννοια meditation fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συννοίαις — σύννοια meditation fem dat pl σύννοια meditation fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συννοίῃ — σύννοια meditation fem dat sg (epic ionic) σύννοια meditation fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύννοιαν — σύννοια meditation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”